αποστατικός

αποστατικός
-ή, -ό (ΑΜ ἀποστατικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ρέπει προς την αποστασία
2. αυτός που έχει τάση για σχηματισμό αποστήματος
μσν.
φρ. «ἀποστατικός λόγος» — ασύνδετος λόγος
αρχ.
φρ. «ἀποστατικῶς ἔχω» — έχω διάθεση ή είμαι έτοιμος για επανάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποστατικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικά — ἀποστατικός of neut nom/voc/acc pl ἀποστατικά̱ , ἀποστατικός of fem nom/voc/acc dual ἀποστατικά̱ , ἀποστατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικῶν — ἀποστατικός of fem gen pl ἀποστατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικόν — ἀποστατικός of masc acc sg ἀποστατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικαῖς — ἀποστατικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικαί — ἀποστατικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικοῖς — ἀποστατικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικοῦ — ἀποστατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικούς — ἀποστατικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικῆς — ἀποστατικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”