- αποστατικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἀποστατικός, -ή, -όν)1. αυτός που ρέπει προς την αποστασία2. αυτός που έχει τάση για σχηματισμό αποστήματοςμσν.φρ. «ἀποστατικός λόγος» — ασύνδετος λόγοςαρχ.φρ. «ἀποστατικῶς ἔχω» — έχω διάθεση ή είμαι έτοιμος για επανάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.